προοδεύει

προοδεύει
προοδεύω
walk first
pres ind mp 2nd sg
προοδεύω
walk first
pres ind act 3rd sg
προοδεύει , προοδεύω
walk first
pres ind mp 2nd sg
προοδεύει , προοδεύω
walk first
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association …   Wikipedia

  • ακμαίος — α, ο (Α ἀκμαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας νεοελλ. 1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει 2. (για καρπούς) ο ώριμος αρχ. αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίδοτος — η, ο (Α ἀνεπίδοτος, ον) νεοελλ. 1. (για επιστολές ή έγγραφα) εκείνος που δεν δόθηκε στον παραλήπτη 2. (Νομ.) (για δικαστικό έγγραφο) εκείνος που δεν παραδόθηκε στον ενδιαφερόμενο μέσω του δικαστικού κλητήρα αρχ. αυτός που δεν έχει επίδοση, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανεπρόκοπος — η, ο (κ. βος, φτος) αυτός που δεν έχει προκοπή, δεν ευδοκιμεί, δεν προοδεύει, αχαίρευτος, κακομοίρης …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • ευπροχώρητος — εὐπροχώρητος, ον (Α) 1. αυτός που προχωράει με ευκολία 2. εκείνος που προοδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ χωρώ] …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • πάσο — το 1. βήμα, δρασκελιά 2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» τής βίδας, τού κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο») 5. φρ. α) «με το πάσο μου» με την …   Dictionary of Greek

  • προοδευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προοδεύει, που προχωρεί προς τα εμπρός, που εξελίσσεται («παρατηρείται προοδευτική βελτίωση τής κατάστασης») 2. (για πρόσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόοδο, που συντελεί στην πρόοδο ή εμφορείται από προηγμένες ιδέες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”