Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association … Wikipedia
ακμαίος — α, ο (Α ἀκμαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας νεοελλ. 1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει 2. (για καρπούς) ο ώριμος αρχ. αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανεπίδοτος — η, ο (Α ἀνεπίδοτος, ον) νεοελλ. 1. (για επιστολές ή έγγραφα) εκείνος που δεν δόθηκε στον παραλήπτη 2. (Νομ.) (για δικαστικό έγγραφο) εκείνος που δεν παραδόθηκε στον ενδιαφερόμενο μέσω του δικαστικού κλητήρα αρχ. αυτός που δεν έχει επίδοση, δεν… … Dictionary of Greek
ανεπρόκοπος — η, ο (κ. βος, φτος) αυτός που δεν έχει προκοπή, δεν ευδοκιμεί, δεν προοδεύει, αχαίρευτος, κακομοίρης … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
ευπροχώρητος — εὐπροχώρητος, ον (Α) 1. αυτός που προχωράει με ευκολία 2. εκείνος που προοδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ χωρώ] … Dictionary of Greek
μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… … Dictionary of Greek
πάσο — το 1. βήμα, δρασκελιά 2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» τής βίδας, τού κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο») 5. φρ. α) «με το πάσο μου» με την … Dictionary of Greek
προοδευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προοδεύει, που προχωρεί προς τα εμπρός, που εξελίσσεται («παρατηρείται προοδευτική βελτίωση τής κατάστασης») 2. (για πρόσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόοδο, που συντελεί στην πρόοδο ή εμφορείται από προηγμένες ιδέες … Dictionary of Greek